Πρώιμη διάγνωση του καρκίνου του πνεύμονα
Η διάγνωση του καρκίνου του πνεύμονα στους περισσότερους ασθενείς γίνεται σε προχωρημένο στάδιο λόγω απουσίας συμπτωμάτων στα αρχικά στάδια της νόσου, με αποτέλεσμα χαμηλή 5ετή επιβίωση. Οι περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς διαγιγνώσκονται με μεταστατική νόσο.
Παρά το γεγονός ότι στις ημέρες μας η χημειοθεραπεία και η ακτινοθεραπεία έχουν εξελιχθεί, η χειρουργική εξαίρεση του καρκίνου παραμένει ως η καλύτερη θεραπευτική επιλογή. Η χειρουργική θεραπεία είναι πολύ αποτελεσματική όταν οι όγκοι διαγιγνώσκονται σε πρώιμο στάδιο.
Γι’ αυτόν τον λόγο η εφαρμογή αποτελεσματικών προσυμπτωματικών ελέγχων (screening) με κατεύθυνση την πρώιμη ανάδειξη του καρκίνου του πνεύμονα είναι πολύ σημαντική κυρίως για ασθενείς υψηλού κινδύνου (όπως είναι οι νυν και πρώην καπνιστές).
Πρόσφατες σχετικά μελέτες (1990) άρχισαν να ερευνούν τη χρήση της χαμηλής δόσεως αξονικής τομογραφίας (LDCT) στο πλαίσιο του προσυμπτωματικού ελέγχου του καρκίνου του πνεύμονα. Η LDCT είναι μία αξονική θώρακος, στην οποία οι τεχνικές παράμετροι που χρησιμοποιούνται είναι τέτοιες ώστε η δόση ακτινοβολίας στον ασθενή να είναι περίπου 10 φορές μικρότερη σε σύγκριση με τη συνήθη αξονική τομογραφία θώρακος, περίπου όσο στην ακτινογραφία θώρακα face – profile . H LDCT μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για την παρακολούθηση γνωστών οζιδιακών αλλοιώσεων του πνευμονικού παρεγχύματος αντί της διαγνωστικής αξονικής τομογραφίας θώρακος, χωρίς να μειώνεται η διαγνωστική ακρίβεια.
Η μεγαλύτερη επιδημιολογική τυχαιοποιημένη πολυκεντρική μελέτη (National Lung Screening Trial, NLST) άρχισε στην Αμερική τον Σεπτέμβριο του 2002. Ο σκοπός αυτής της μελέτης ήταν να διευκρινιστεί αν με τη χρήση της LDCT σε σύγκριση με την ακτινογραφία θώρακος στο πλαίσιο του προσυμπτωματικού ελέγχου μπορεί να μειωθεί η θνησιμότητα από τον καρκίνο του πνεύμονα σε άτομα υψηλού κινδύνου. Συμμετείχαν συνολικά 53.454 άτομα, τα οποία μοιράστηκαν σε δύο ομάδες τυχαία, η μία ομάδα υποβλήθηκε σε τρεις ετήσιες LDCT και η άλλη ομάδα σε ακτινογραφία θώρακος. Οι συμμετέχοντες είχαν ηλικίες μεταξύ 55 και 74 ετών, είχαν καπνίσει τουλάχιστον 30 πακέτα χρόνια και αν ήταν πρώην καπνιστές είχαν διακόψει το κάπνισμα τα τελευταία 15 χρόνια. Η δόση ακτινοβολίας για τη LDCT είναι 1,5 mSv, ενώ για τη συμβατική αξονική τομογραφία θώρακος είναι 7-8 mSv. Τα αποτελέσματα της NLST έδειξαν στατιστικά σημαντική μείωση (20%) των θανάτων από καρκίνο του πνεύμονα σε ασθενείς που εξετάζονταν στο πλαίσιο του προσυμπτωματικού ελέγχου με LDCT (England Journal of Medicine 2011).
Από τη στιγμή της δημοσίευσης της μείωσης της θνησιμότητας με την εφαρμογή της LDCT στο πλαίσιο προσυμπτωματικού ελέγχου μια μεγάλη λίστα οργανισμών δημοσίευσαν κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του προσυμπτωματικού ελέγχου για τον καρκίνο του πνεύμονα με LDCT, όπως το Αμερικανικό Κολλέγιο Πνευμονολόγων (American College of Chest Physicians), η Αμερικανική Εταιρεία Κλινικής Ογκολογίας (American Society of Clinical Oncology) και η Αμερικανική Εταιρεία Θώρακος (American Thoracic Society).
Τον Ιανουάριο του 2013 η Αμερικανική Ογκολογική Εταιρεία (ACS) δημοσίευσε τις παρακάτω κατευθυντήριες γραμμές για τον προσυμπτωματικό έλεγχο του καρκίνου του πνεύμονα:
“Οι κλινικοί γιατροί που έχουν πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας προσυμπτωματικό έλεγχο αλλά και σε εξειδικευμένα θεραπευτικά κέντρα για τον καρκίνο του πνεύμονα θα πρέπει να προβαίνουν σε συζήτηση για τον προσυμπτωματικό έλεγχο σε υγιή άτομα ηλικίας 55 με 74 χρόνων που έχουν ιστορικό καπνίσματος τουλάχιστον 30 πακέτα χρόνια και που είναι νυν καπνιστές ή έχουν σταματήσει το κάπνισμα την τελευταία 15ετία. Θα πρέπει πάντα να γίνονται συζήτηση και ενημέρωση αυτών των ατόμων για τα πιθανά πλεονεκτήματα αλλά και τους περιορισμούς και τα πιθανά μειονεκτήματα του προσυμπτωματικού ελέγχου για τον καρκίνο του πνεύμονα με LDCT πριν αυτοί οι ασθενείς αποφασίσουν να υποβληθούν σε screening”.
Κάποιες αναφορές υποστηρίζουν ότι μπορεί να υπάρξουν βλαπτικές συνέπειες με την εφαρμογή του προσυμπτωματικού ελέγχου με LDCT. Σε αυτές περιλαμβάνονται τα ψευδώς θετικά αποτελέσματα (που είναι σχετικά συχνά) που οδηγούν σε περαιτέρω διερεύνηση είτε με απεικονιστικές είτε με επεμβατικές διαδικασίες. Επίσης, η ανάδειξη ψευδώς θετικών ευρημάτων και η παρακολούθησή τους είναι πιθανό να προκαλέσουν άγχος στα άτομα που υποβάλλονται σε προσυμπτωματικό έλεγχο. Άλλη βλαπτική συνέπεια της LDCT στο πλαίσιο του screening θεωρείται η έκθεση στην ακτινοβολία.
Στη βιβλιογραφία αναφέρεται πως το όφελος που καταγράφεται στη μεγάλη επιδημιολογική μελέτη που έγινε στην Αμερική στην πρόληψη των θανάτων από τον καρκίνο του πνεύμονα είναι πολύ μεγαλύτερο από τον κίνδυνο της έκθεσης στην ακτινοβολία.
Η ΕΝΘΕ προτείνει ΑΜΕΣΑ την ανάγκη εθνικού προγράμματος για την πρώιμη διάγνωση του καρκίνου του πνεύμονα με προσυμπτωματικό έλεγχο σε ομάδες υψηλού κινδύνου (χρόνιοι και πρώην καπνιστές, άτομα με θετικό κληρονομικό ιστορικό, άτομα με χρόνια επαγγελματική έκθεση κλπ). Προς την κατεύθυνση αυτή η εταιρεία έχει τη δυνατότητα, σε συνεργασία με τους άλλους επιστημονικούς φορείς της χώρας (Πανεπιστήμιο, επιστημονικές εταιρείες, υπουργείο, ΕΔΔΥΠΠΥ, κλπ) να συμβάλλει στην υλοποίηση μιας τέτοιας προσπάθειας, με εποικοδομητικές, ουσιαστικές και κυρίως πρακτικές προτάσεις.
Η ΕΝΘΕ αναγνωρίζει την ανάγκη της ύπαρξης μιας ενιαίας στρατηγικής πολιτικής πάνω στο θέμα αυτό, που ευθύνεται για χιλιάδες απώλειες ανθρώπινης ζωής με σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις, που θα περιλαμβάνει μέτρα
1) για την αποφυγή και την διακοπή του καπνίσματος και
2) πρόγραμμα για την πρώιμη διάγνωση του καρκίνου του πνεύμονα.
Ήδη, η ΕΝΘΕ αντιλαμβανόμενη την ανάγκη δημιουργίας ενός τέτοιου κλίματος εξήγγειλε για το προσεχές έτος τη διενέργεια του «First Neighbouring Countries Pulmonary Congress» με κεντρικό θέμα τo Early Lung Cancer Diagnosis, προκειμένου να ευαισθητοποιήσει τον ιατρικό και πολιτικό κόσμο για την ανάγκη της πρώιμης διάγνωσης του καρκίνου του πνεύμονα όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και στην ευρύτερη γεωγραφική ζώνη πέριξ αυτής και προσκαλεί την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας να πρωταγωνιστήσει στη δράση αυτή.